αρχ. σελίδασυντακτική ομάδατρέχον τεύχοςπροηγ. τεύχηαναζήτησηοδηγίεςεπικοινωνίαenglish

 

τεύχος 12
(Άνοιξη 2008)

περιεχόμενα

περιλήψεις

βιογραφικά

περιλήψεις

 

Ιωάννης Φούλιας: Οι μορφές σονάτας και η θεωρητική τους εξέλιξη: Θεωρητικοί του 19ου αιώνος (Β΄)

 

Στο πέμπτο τμήμα της παρούσας εκτενούς επισκόπησης της θεωρητικής εξέλιξης των μορφών σονάτας από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα επιχειρείται, κατ’ αρχάς, να αποσαφηνισθεί η ιδιαίτερη συνεισφορά του Carl Czerny επί του εν λόγω ζητήματος. Βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό στην θεωρία του Reicha, ο Czerny καταθέτει ενδιαφέρουσες αισθητικές απόψεις για την μορφή σονάτας και εξαιρετικά πρωτότυπες ερμηνείες ως προς ορισμένες τεχνικές επιλογές για την κατασκευή της κατά την μεταβατική εκείνη περίοδο από την κλασσική προς την ρομαντική εποχή. Εντούτοις, το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου αυτού αφιερώνεται δικαιωματικά σε μια κριτική επισκόπηση της εξόχως σημαίνουσας θεωρίας του Adolf Bernhard Marx για την μορφή σονάτας (και την “μορφή σονατίνας”, επίσης), με ιδιαίτερη έμφαση στα “δυναμικά” της στοιχεία και σε ζητήματα σχετικά με μεταγενέστερες παρανοήσεις γύρω από αυτήν. Μεταξύ των λιγότερο σημαντικών θεωρητικών των μέσων του 19ου αιώνος είναι κυρίως ο Johann Christian Lobe εκείνος που δίνει αφορμές για ουσιώδεις περαιτέρω παρατηρήσεις, ενώ άλλα κείμενα της ιδίας περιόδου (των Hippolyte-Raymond Colet, Gabriel Gauthier, Peter Singer, Ernst Friedrich Richter, Benedict Widmann και Arrey von Dommer) θίγουν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα ζητήματα ορολογίας. Με την βοήθεια, τέλος, του Ebenezer Prout, παρουσιάζεται ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της “σχολικής μορφής σονάτας” του ύστερου 19ου αιώνος, στο οποίο μάλιστα περιγράφονται όλοι οι (απλοί) τύποι σονάτας.

 

 

Χαρίκλεια Τσοκανή: Το τσάκισμα: ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό στη μορφή του δημοτικού τραγουδιού

 

Στο παρόν άρθρο εξετάζονται τα τσακίσματα (τα γυρίσματα του στίχου και οι ξένες λεκτικές παρεμβολές) που παρατηρούνται στο πρώτο ημιστίχιο των χορευτικών δημοτικών τραγουδιών. Από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι οι στιχουργικές τομές εμφανίζονται εκεί όπου καταλήγει η κύρια ιδέα της μουσικής φράσης. Η υπόδειξη της μουσικής κατάληξης μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση: να δηλώνεται ρητά με μια μουσική πτώση ή με μια χρονική επιβράδυνση (ένα είδος στάσεως) πάνω σ’ ένα βασικό φθόγγο ή μουσικό διάστημα της μελωδικής ιδέας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, μετά το τσάκισμα του στίχου, ο στίχος δέχεται κατά κανόνα μια ξένη λεκτική παρεμβολή επιφωνηματικού ή άλλου τύπου. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, το τσάκισμα μπορεί να συνεπάγεται το γύρισμα του στίχου ή την λεκτική παρεμβολή (ένα όνομα, μια επίκληση, έναν επιθετικό προσδιορισμό κ.τ.λ.). Γενικότερα, παρατηρεί κανείς ότι τα τσακίσματα συνεισφέρουν στην διαμόρφωση μιας ευλύγιστης ασματικής δομής, καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα στις μελωδίες να ξεδιπλώνονται με τη μορφή της σπείρας, όπως εξάλλου και τα βήματα του κυκλικού χορού. Η μουσικοποιητική φόρμα του χορευτικού τραγουδιού λαμβάνει μέσω των τσακισμάτων κυματοειδή, ανοδική ή καθοδική μορφή, αρθρώνεται δηλαδή σταδιακά σε επάλληλα επίπεδα, γεγονός που συμβάλλει στη δημιουργία γλωσσικών και μουσικών ενοτήτων που διαμορφώνουν το αρχιτεκτονικό σχήμα, το οποίο αντιστοιχεί στις χορευτικές φιγούρες και κινήσεις. Από την εξέταση του τρόπου ανάπτυξης του στίχου και της μουσικής μέσω της τεχνικής των τσακισμάτων προκύπτει ότι τα γυρίσματα του στίχου και οι λεκτικές παρεμβολές στο στιχουργικό σώμα δεν αποτελούν απλώς μέσα προσαρμογής, ώστε να προσομοιάσουν τα νέα άσματα στις παλαιότερες δομές· αντίθετα, συνιστούν μια ιδιότυπη κατασκευαστική τεχνική, συνδεδεμένη οργανικά με την εξέλιξη της προφορικής φόρμας του ελληνικού τραγουδιού.

  

  

Biljana Milanović: Οι σέρβοι συνθέτες του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνος και το επινόημα των Βαλκανίων

 

Η παρούσα μελέτη είναι αφιερωμένη στην ερμηνεία των διαφόρων πολιτισμικών προτύπων και του υφολογικού πλουραλισμού που διέπουν την σερβική μουσική των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνος. Η φυσιογνωμία του νεωτερισμού στην σερβική μουσική παρουσιάζει αναλογίες με άλλους μικρούς εθνικούς μουσικούς πολιτισμούς της ηπειρωτικής Ευρώπης και επιβεβαιώνει το ότι η ευθυγράμμιση μεταξύ πολυάριθμων και παρεμφερών τέτοιων διαδικασιών συνιστούσε ήδη από τότε ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ευρωπαϊκής μουσικής. Παρ’ όλα αυτά, η συγκρότηση μιας σύγχρονης μουσικής ταυτότητος στην Σερβία χαρακτηρίσθηκε από ορισμένες αρνητικές στάσεις έναντι των Βαλκανίων. Τέτοιες απόψεις επικρατούσαν ολοένα και περισσότερο από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και έπειτα. Το ζήτημα είχε να κάνει με την κατασκευή της έννοιας της ετερότητος, η οποία έδωσε το δικαίωμα στην Δύση να θεωρεί την περιοχή των Βαλκανίων ως φύσει υποδεέστερη και παράλληλα επιρρέασε τον τρόπο με τον οποίον οι λαοί της υπό εξέταση περιοχής μετείχαν στην διαμόρφωση της ίδιας τους της κατωτερότητος. Η κριτική συνείδηση των κυριότερων σέρβων εκπροσώπων του νεωτερισμού και οι δημιουργικές τους επιλογές επέφεραν διάφορες μουσικές αντιδράσεις στο εν λόγω ζήτημα. Τέτοιος ήταν μάλιστα ο πλούτος και η ποικιλία των καλλιτεχνικών τους απαντήσεων στον πολιτισμικό στιγματισμό, που αυτές εκτείνονταν από την υιοθέτηση των κυρίαρχων αρνητικών στερεοτύπων και ιεραρχήσεων μέχρι την αντιστροφή του στίγματος σε εγκώμιο. Παρά την ύπαρξη πληθώρας παραδειγμάτων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς μουσικούς τρόπους υπέρβασης τέτοιου είδους αντιθέσεων, ο αρνητικός συμβολισμός της εικόνας των Βαλκανίων παραμένει ακόμη ένα άλυτο και φλέγον πρόβλημα για τον σύγχρονο σερβικό πολιτισμό, εξαιτίας της πολυπλοκότητος των ιστορικών περιστάσεων αλλά και των πρόσφατων πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών τακτικών.

  

  

Melita Milin: Από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό μέσω των πολέμων. Το μεταβαλλόμενο τοπίο της σέρβικης μουσικής (1985-2005)

 

Δύο αλληλένδετες διαδικασίες έλαβαν χώραν στην πρώην Γιουγκοσλαβία κατά την συγκεκριμένη περίοδο: πρώτον, η μετάβαση από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό και, δεύτερον, οι ανεπιτυχείς χειρισμοί της πολιτικής και οικονομικής κρίσεως που οδήγησαν στους πολέμους της δεκαετίας του 1990, με την επακόλουθη αναγκαιότητα της αντιμετώπισης των συνεπειών τους και της εύρεσης μιας νέας ταυτότητος. Παρ’ όλο που οι δύο αυτές πολυτάραχες και τραγικές δεκαετίες επέφεραν βαθιά αναστάτωση στην σέρβικη κοινωνία, η έντεχνη μουσική παραγωγή δεν αφομοίωσε τις σύγχρονες περιστάσεις στον αναμενόμενο ίσως βαθμό. Ενώ στον δημόσιο βίο διατυπώνονταν ανοικτά ιδέες υπέρ της ειρήνης και ενάντια στην ακολουθούμενη πολιτική, οι συνθέτες επιθυμούσαν στην πλειονότητά τους να αποστασιοποιηθούν από απροκάλυπτες δεσμεύσεις. Αυτό οφειλόταν πιθανότατα στην κακή υπόληψη που συνόδευε την πολιτική λειτουργικότητα της μουσικής από την περίοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά ίσως και στην δυσπιστία αναφορικά με την δυνατότητα της έντεχνης μουσικής, η επιρροή της οποίας διαχρονικά ήταν ούτως ή άλλως πολύ περιορισμένη στην χώρα, να ασκήσει ισχυρή επίδραση στα πολιτικά γεγονότα. Έτσι, η οδύνη και η διάλυση των ψευδαισθήσεων τον καιρό του πολέμου εκφράσθηκαν συχνότερα κατά τρόπον έμμεσο και διακριτικό. Αξιοσημείωτη επίσης, καθ’ όλην την υπό εξέταση περίοδο και ιδίως κατά την πρώτη δεκαετία, υπήρξε η ανάκαμψη της θρησκευτικής μουσικής παραγωγής.

 

 

Καίτη Ρωμανού: Στυλ και ιδεολογία. Το ψυχροπολεμικό μίγμα στην Ελλάδα

  

Η ανακοίνωση αυτή αφηγείται την πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Επιδίωξη ήταν να δειχθεί πώς ο Ψυχρός Πόλεμος ευνόησε τους ηττημένους του παγκοσμίου πολέμου, οι οποίοι συμμετείχαν αποτελεσματικά στην παγκοσμιοποίηση του αμερικανικού πολιτισμού, καθώς η εκκαθάριση από τον ναζισμό μετατράπηκε στον δυτικό κόσμο σε εκκαθάριση από τον κομμουνισμό. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τις σταδιοδρομίες τριών ελλήνων συνθετών ενταγμένων σε κομμουνιστικές οργανώσεις της Αντίστασης (του Ιάννη Ξενάκη, του Μίκη Θεοδωράκη και του Αλέκου Ξένου), περιγράφεται η επίπτωση των φαινομένων αυτών στην ελληνική μουσική ζωή και δημιουργία.

 

 

Κώστας Παπαρρηγόπουλος: Ο Ξενάκης και το πέρασμα στην παγκοσμιότητα

  

Η αναζήτηση της πολιτιστικής ταυτότητας, κυρίως σε χώρες που απειλούνται – ή νιώθουν ότι απειλούνται – από μια κυρίαρχη κουλτούρα, μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές στον εθνικισμό και την απομόνωση. Μπορεί επίσης, ίσως πιο σπάνια, να οδηγήσει σε απρόσμενες λύσεις που ανοίγουν νέους ορίζοντες, όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η περίπτωση του Ξενάκη ανήκει στην δεύτερη κατηγορία

Από το 1949 μέχρι τις Μεταστάσεις (1953-1954), το πρώτο “επίσημο” έργο του, έγραψε έναν αριθμό κομματιών, στα οποία η ελληνική παραδοσιακή μουσική ήταν σχεδόν πανταχού παρούσα. Το 1955 γράφει ένα άρθρο, με τίτλο «Προβλήματα ελληνικής μουσικής σύνθεσης», στο οποίο περιγράφει το πλαίσιο ενός πιθανού “παντρέματος” της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής με την ευρωπαϊκή μουσική πρωτοπορία. Είναι το πρώτο και συγχρόνως το τελευταίο άρθρο που αφιερώνει σε αυτό το θέμα. Από εδώ και πέρα, η μουσική του εγκαταλείπει το “τοπικό” πλαίσιο και περνάει στο “παγκόσμιο”, φιλοδοξώντας να συμπεριλάβει όλες τις μουσικές του κόσμου

Στο παρόν κείμενο, θα παρακολουθήσουμε το πέρασμα αυτό και θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως σε κάποιες πλευρές του.  

  

  

Σοφία Κοντώση: Η μετάβαση του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού από την εθνική σχολή στη σύγχρονη τεχνοτροπία

  

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και υπό τη μουσική ηγεμονία του Μανώλη Καλομοίρη, η φωνητική μουσική με συνοδεία πιάνου παραμένει –μέσα σ’ ένα διευρυμένο τονικά πλαίσιο– βαθιά ριζωμένη στο παραδοσιακό τραγούδι

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σταδιακής απομάκρυνσης από το αισθητικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής αποτελούν τα τραγούδια του Λεωνίδα Ζώρα. Μετά την περίοδο της τελειοποίησης των σπουδών του στο Βερολίνο, ο Ζώρας εγκαταλείπει την τονική-τροπική γλώσσα των Σκίτσων της πρώτης δημιουργικής του περιόδου, πειραματίζεται με τη φωνητική μινιατούρα –την τόσο αφοριστικά σύντομη, που προκαλεί ενδοιασμούς αν τελικά καταργεί ή όχι την ίδια την έννοια του έργου– με το Sprechgesang και την παγίωση της διαφωνίας, αγγίζοντας την ατονικότητα στα 14 τραγούδια σε ποίηση Καβάφη

Αντίθετα, ο Γιάννης Χρήστου, μεγαλωμένος σε πλούσια οικογένεια της Αιγύπτου, με σπουδές μουσικής και φιλοσοφίας στα καλύτερα πανεπιστήμια της Δύσης, παρέμεινε ανέγγιχτος από την ελληνική παραδοσιακή μουσική και την Εθνική Σχολή. Απαλλαγμένος από την ανάγκη να υπερασπιστεί οποιοδήποτε άλλο ελληνικό στοιχείο εκτός από το πιστεύω του για τη λύτρωση του ακροατή μέσα από την υπερβατική δύναμη της τέχνης, ο Γιάννης Χρήστου, στα Έξι τραγούδια σε ποίηση T. S. Eliot, ξεδιπλώνοντας τους πειραματισμούς της φωνής πάνω σε μια μινιμαλιστική ως επί το πλείστον συνοδεία, υποβάλλει το κοινό σε εξαιρετική ψυχολογική πίεση, προσφέροντας μερικές από τις καλύτερες εξπρεσσιονιστικές σελίδες της φωνητικής μουσικής του 20ού αιώνα.  

  

  

Γιάννης Μπελώνης: Δημήτρης Μητρόπουλος: Ο μοναχικός δρόμος προς το νεωτερισμό

  

Δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960) στα πρώτα βήματα της δημόσιας παρουσίας του στην Ελλάδα εμφανίστηκε ως συνθέτης. Από τα πολύ πρώιμα ακόμα έργα του (περ. 1912-1924), όπου εύκολα διακρίνει κανείς την ενσωμάτωση στοιχείων της ύστερης ρομαντικής τεχνοτροπίας με έντονες ιμπρεσσιονιστικές αναφορές, διαφαίνεται η συνεχής αναζήτηση του νεαρού συνθέτη να εκφραστεί μέσω μιας προσωπικής – εξελιγμένης τονικά – μουσικής γλώσσας. Ωστόσο, στα έργα της περιόδου από το 1924 και μετά, ο Μητρόπουλος εγκαταλείπει την τονικότητα και υιοθετεί πολύ πιο σύγχρονες τεχνικές γραφής (ατονικότητα και δωδεκάφθογγη μέθοδο), αποτελώντας ουσιαστικά τον πρώτο έλληνα συνθέτη, ο οποίος ακολούθησε τα νεωτεριστικά μουσικά ρεύματα της Ευρώπης, σε μια εποχή όπου στην Ελλάδα μεσουρανούσε ο Μανώλης Καλομοίρης και οι συνοδοιπόροι του συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής.

  

  

Γιώργος Βλαστός: Η πρόσληψη ως μεταβίβαση: η ελληνική αρχαιότητα κατά τον Albert Roussel

  

Η ελληνική αρχαιότητα αποτέλεσε αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους γάλλους συνθέτες των αρχών του 20ού αιώνα. Η εκδήλωση του φαινομένου αυτού – η οποία αναζωπυρώθηκε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα – έχει πολλές πτυχές σχετιζόμενες με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής. Μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πρόσληψη της ελληνικής αρχαιότητας βασίστηκε στην πλήρη εξιδανίκευσή της. Μόνον κατά τη δεκαετία του 1920, ο γαλλικός νεοκλασικισμός προσέγγισε μ’ ένα πνεύμα ανανέωσης τον αρχαίο κόσμο και τον ενέταξε στην αισθητική της avant-garde.

Στο πλαίσιο αυτό, η περίπτωση του Albert Roussel παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθότι ο ίδιος αποτέλεσε μια “μεταβατική” προσωπικότητα στην ιστορία της γαλλικής μουσικής, κάτι που αντανακλάται και στις αρχαιοελληνικής θεματολογίας συνθέσεις του. Το παρόν κείμενο πραγματοποιεί μια συνοπτική επισκόπηση των βασικών χαρακτηριστικών της πρόσληψης της ελληνικής αρχαιότητας από τον Roussel, αφενός μεν όπως αυτά εκδηλώνονται μέσα από την ουμανιστική παιδεία του και τις καλλιτεχνικές του πεποιθήσεις, αφετέρου δε όπως ανιχνεύονται σε έργα του, όπως: Η γέννηση της λύρας, Ανακρεόντειες ωδές και Βάκχος και Αριάδνη.  

  

  

Νέστωρ Ταίηλορ: Βασικά αναδιπλασιαστικά μοντέλα στην ενορχήστρωση

  

Το παρόν άρθρο πραγματεύεται το ζήτημα των διπλασιασμών της οκτάβας στην ενορχήστρωση και ειδικότερα την ακολουθούμενη αναδιπλασιαστική μεθοδολογία για τις πιθανότερες μορφές μετάλλαξης μιας τετράφωνης αρμονικής βάσης. Η τεχνική αυτή αποτελεί βασικό εργαλείο για τον ενορχηστρωτή, ιδιαίτερα κατά την διαδικασία μεταγραφής συμφωνικών tutti από την πιανιστική αναγωγή στην ορχήστρα, όπου οι διάφορες περικοπές αρμονικών φωνών είτε άλλων μελωδικών-συνοδευτικών σχημάτων που έγιναν για λόγους εκτελεσιμότητας αποκαθίστανται, προτού ακολουθήσει η τελική, κρίσιμη φάση της απόδοσης σε πλήρη παρτιτούρα.

  

  

Αναστασία Κακάρογλου – Καίτη Ρωμανού: Απόσπασμα από το De l’état actuel de l’art musical en Égypte του Guillaume André Villoteau (Α΄)

 

Ο γάλλος μουσικός Guillaume André Villoteau μετείχε στην ερευνητική ομάδα του Μεγάλου Ναπολέοντα κατά την εκστρατεία του στη Αίγυπτο το 1798-1801 και μελέτησε τη μουσική όλων των λαών –αφρικανικών, ασιατικών και ευρωπαϊκών– που κατοικούσαν στην Αίγυπτο. Οι παρατηρήσεις του για την σύγχρονη ελληνική μουσική δημοσιεύτηκαν στο έργο του De l’état actuel de l’art musical en Égypte, ou relation historique et descriptive des recherches et observations faites sur la musique en ce pays, που εκδόθηκε το 1812 και το 1826. Το σχετικό κεφάλαιο, «De la musique grecque moderne», αναγνωρίστηκε ως η πρώτη δυτική μελέτη που περιέχει μια διεισδυτική ερμηνεία της ελληνικής σημειογραφίας, όπως αυτή ήταν πριν την Μεταρρύθμιση του Χρυσάνθου.

Η Πολυφωνία αρχίζει την δημοσίευση μετάφρασης της πολύτιμης αυτής μελέτης του Βιλλοτώ. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύονται τα τρία πρώτα «άρθρα» (υποενότητες του κεφαλαίου), όπου περιγράφονται οι διασκεδαστικές προσπάθειες του Βιλλοτώ να διδαχθεί την ελληνική μουσική καθώς και οι εντυπώσεις του από τους Έλληνες που συνάντησε στην Αίγυπτο.

 

 

 
© 2002-2021 Περιοδικό Πολυφωνία